τεφρώδης

τεφρώδης
τεφρώδης
like ashes
masc/fem acc pl (attic epic doric)
τεφρώδης
like ashes
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
τεφρώδης
like ashes
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεφρώδης — ες / τεφρώδης, ῶδες, ΝΑ [τέφρα] αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής νεοελλ. 1. γεμάτος τέφρα 2. φρ. «τεφρώδες φως» αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα τού σκοτεινού ημισφαιρίου τής Σελήνης, κοντά στη… …   Dictionary of Greek

  • τεφρώδει — τεφρώδης like ashes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τεφρώδης like ashes masc/fem/neut dat sg τεφρώδεϊ , τεφρώδης like ashes dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφρώδη — τεφρώδης like ashes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τεφρώδης like ashes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τεφρώδης like ashes masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφρῶδες — τεφρώδης like ashes masc/fem voc sg τεφρώδης like ashes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφρώδεις — τεφρώδης like ashes masc/fem acc pl τεφρώδης like ashes masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφρωδέων — τεφρώδης like ashes masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφρώδους — τεφρώδης like ashes masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CATACECAUMENE — Phrygiae regio, quam alii Mysiae, alii Maeoniae ascribunt, ut videre est apud Strabonem. Sed eandem Phrygiae Hesychius tribuit vocabulô Εἰναρίμοις. Α῎ριμα, inquit, τιῃὲς την` Κατακεκαυμένην τῆς Φρυγίας χώραν. Diodorus item Siculus, quo locô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • σποδοσόλ — το, Ν (εδαφολ.) τεφρώδης όξινος τύπος εδάφους που παρουσιάζει έντονη οριζόντια ανάπτυξη σε ψυχρές υγρές δασωμένες περιοχές και έχει μικρή γονιμότητα και περιορισμένη ικανότητα κατακράτησης νερού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”